βολβοειδῆ

βολβοειδῆ
βολβοειδής
bulb-like
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
βολβοειδής
bulb-like
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
βολβοειδής
bulb-like
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κεφαλόρριζος — κεφαλόρριζος, ον (Α) (για φυτά) αυτός που έχει βολβοειδή ρίζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + ρριζος (< ρίζα), πρβλ. σαρκό ρριζος, φλοιό ρριζος] …   Dictionary of Greek

  • μήλη — η (ΑΜ μήλη) εργαλείο σε σχήμα λεπτού ραβδιού κατασκευασμένο από εύκαμπτο μέταλλο με αμβλεία, συνήθως βολβοειδή, κορυφή, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως από τους χειρουργούς για τη διερεύνηση πόρων, συριγγίων, φυσικών ή τραυματικών κοιλοτήτων τού… …   Dictionary of Greek

  • Χαμαιλέοντες — Οικογένεια χερσαίων ερπετών, που περιλαμβάνει περίπου 90 είδη, και υποδιαιρείται σε 4 γένη. Το λεπτό και πιεσμένο στα πλευρά σώμα τους καταλήγει σε μια μακριά ουρά με την οποία στηρίζεται και η οποία δεν αναγεννάται όπως της σαύρας. Τα μεγάλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”